- ἀνίατα
- ἀνίᾱτα , ἀνίατοςincurableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неизцѣлимыи — (20) пр. 1. Неизлечимый, неисцелимый: и неицѣлимѹю страсть сътвориша (δυσίατоν) КЕ XII, 238а; хытрымъ врачемъ подобѧсѧ. ни они бо ѥдиною вещью цѣлѧють токмо нъ ѥгда видѧть неицѣлимѹ ˫азвѹ первыми [в др. сп. первымь] былиѥмь. прилагають дрѹгоѥ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неизцѣльно — (5*) нар. к неизцѣльныи: бж(с)твьнии правители стекошасѧ въ антïохию …свѣщаниемъ покɤ||сишасѧ ѿ зловѣри˫а прѣвратити павла. егда же видѣша его неицѣльно болѧща. тогда единемь съвѣтомъ. сѹдъ изнесъше. ѿ ѥрѣиства того ѡбнажиша и ѿ цр҃кве ѿсекоша.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποφασίζω — (Μ ἀποφασίζω) [απόφαση, ( ις)] Ι. 1. σχηματίζω τελική γνώμη για κάτι 2. (για δημόσιες αρχές) εκδίδω απόφαση 3. κρίνω κάποιον ή κάτι 4. πείθω 5. παραδέχομαι ως οριστικό γεγονός II. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποφασισμένος, η, ο 1. αυτός που προτίθεται να… … Dictionary of Greek
ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… … Dictionary of Greek
νήκεστος — νήκεστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον ανίατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ άκεστος] … Dictionary of Greek